Αμεση Δημοκρατία και Οικονομία

Η Άμεση Δημοκρατία δεν είναι απλώς μια τεχνική διαβούλευσης και απόφασης, ούτε στενά πολιτειακό και συνταγματικό ζήτημα. Είναι ένα ριζικά διαφορετικό από το υπάρχον μοντέλο πολιτικής, που επιχειρεί να υπερβεί κάθε μορφή κομματικής και ιδεολογικής αλλοτρίωσης, ιεραρχίας και αντιπροσώπευσης, επανασυστύνοντας την πολιτική ως συνεργασία πρόσωπο με πρόσωπο, όπως στις πλατείες, ως δημιουργία και υπεράσπιση των «κοινών». Είναι ένα μοντέλο αυτοκυβέρνησης απευθείας από την κοινωνία, με την κοινωνία και για την κοινωνία.

Από αυτή την άποψη συνδέεται οργανικά με το ερώτημα της αναδιάρθρωσης ολόκληρης της ζωής μας, της δημιουργίας των κοινών βάσεων μιας νέας ζωής έξω από εξουσιαστικές, αγοραίες και εκμεταλλευτικές δομές. Άλλωστε μόνο τότε μπορούν να αποκτήσουν πραγματικό «υλικό» περιεχόμενο οι αξίες της Άμεσης Δημοκρατίας για ισότητα, αλληλεγγύη, αυτονομία, ελευθερία. Γιατί όσο οι συνθήκες της παραγωγής αγαθών και της κάλυψης των αναγκών μας παραμένουν εγκιβωτισμένες σε σχέσεις ανισότητας, δεσποτείας, καταναγκασμού και αλλοτρίωσης ένα «δίκαιο της ισότητας» δε θα κάνει τίποτε άλλο παρά να αναπαράγει την ανισότητα και τις εξουσιαστικές σχέσεις.

Το ερώτημα ποιος παράγει, γιατί παράγει, πώς παράγει, πόσα παράγει, είναι κομβικό στο πλαίσιο της Άμεσης Δημοκρατίας. Μέχρι τώρα το ερώτημα αυτό δεν τίθεται καν· ο «οικονομικός αυτοματισμός» της ιδιοκτησίας και της αγοράς τα έχει αναλάβει όλα πριν από εμάς για εμάς, και κυρίως εναντίον μας. Κι όμως, τι πιο βασικό για μια κοινωνία από τον από κοινού προσδιορισμό των αναγκών μας και του τρόπου της ικανοποίησής τους; Χωρίς τη δυνατότητα να αποφασίζουμε εμείς γι' αυτό και να δημιουργούμε τα κοινά μέσα για την υλοποίηση αυτής της απόφασης, η όποια δραστηριότητά μας μετατρέπεται σε μια αλλότρια και εχθρική δύναμη απέναντί μας. Γι' αυτό σήμερα ο κοινωνικός πλούτος που δημιουργούμε δεν ανήκει σε μας αλλά συγκεντρώνεται στα χέρια των οικονομικών ολιγαρχιών, στερώντας ακόμη κι αυτά τα μέσα επιβίωσης από τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του πλανήτη και οδηγώντας σε ανεπίστρεπτες οικολογικές καταστροφές.

Ας ξαναρχίσουμε, λοιπόν, από εκεί που ξεκίνησε η «πολιτική οικονομία» που νομιμοποίησε εν είδει φυσικού νόμου την ιδιοκτησία, την ανισότητα και την εκμετάλλευση. Δεν είναι φυσικός νόμος κάποιοι λίγοι να κατέχουν τα μέσα παραγωγής και οι περισσότεροι να διαθέτουν μόνο τη εργασιακή τους δύναμη προς εκμετάλλευση. Δεν είναι φυσικός νόμος η μετατροπή της δημιουργικής δραστηριότητας του ανθρώπου σε εργασία για την εξασφάλιση της επιβίωσής του. Δεν είναι φυσικός νόμος να υπάρχει διεύθυνση και δεσποτεία, μέσω των τεχνικών, επιστημονικών και διοικητικών ιεραρχιών, πάνω στη δραστηριότητα του ανθρώπου και της κοινωνίας. Δεν είναι φυσικός νόμος το να γίνεται ο προσδιορισμός των αναγκών μας από δυνάμεις έξω από εμάς, που έχουν ως μοναδικό κριτήριό τους το κέρδος, και η κάλυψη αυτών των αναγκών να επαφίεται στις απρόσωπες, αφηρημένες δυνάμεις του χρήματος. Όλα αυτά δεν είναι παρά επιλογές που μας έχουν επιβληθεί από τις ολιγαρχίες της ιδιοκτησίας και του πλούτου, επιλογές που αναπαράγουν τη θέση τους και υπεξαιρούν τη δυνατότητά μας για ατομικό και κοινωνικό αυτοκαθορισμό.

Από τότε που η οικονομία διαχωρίστηκε από το σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων και επιβλήθηκε ως ο μοναδικός ηγεμόνας πάνω σε όλες τις πτυχές της ζωής, όλα έγιναν οικονομία. Ο χρόνος έγινε χρήμα, η εργασία εμπόρευμα, η επιβίωση αγορά, ακόμη και ο ίδιος ο άνθρωπος έγινε homo oeconomicus και παραγωγός-καταναλωτής, ένα συμφεροντολογικό πλάσμα που όλη του η ζωή είναι τάχα ένας υπολογισμός κόστους-οφέλους, κέρδους και ζημιών, και που όλο του το νόημα έχει συρρικνωθεί στην ικανότητά του να δουλεύει. Η ιστορία απέκτησε, επίσης, νόημα ως διαρκής «εκσυγχρονισμός», δηλαδή ως απεριόριστη ανάπτυξη εμπορευμάτων, και ολόκληρη η βιόσφαιρα μετατράπηκε σε «οικονομικό πόρο» προορισμένο να τροφοδοτεί μέχρι εξαντλήσεως αυτήν την αέναη ανάπτυξη.

Η οικονομία γιγαντώθηκε και η κοινωνία συρρικνώθηκε. Τα «δικαιώματα» της παραγωγής, της ιδιοκτησίας, της αγοράς, ορθώθηκαν πάνω από κάθε άλλο δικαίωμα, μετατρέποντας σε «πουκάμισο αδειανό» όλες τις διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιμετωπίζοντας την κοινωνία ως ορυχείο εξόρυξης πλούτου και ισχύος. Οι αξίες της Άμεσης Δημοκρατίας, η ισότητα, η αλληλεγγύη, η αυτονομία και η ελευθερία, δεν μπορούν να ριζώσουν σε αυτή τη «γη της επαγγελίας» όπου η κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και τη φύση είναι το μόνο που μπορεί να φυτρώσει. Για να υπάρξει η Άμεση Δημοκρατία στην πλήρη της έννοια χρειάζεται όχι μόνο να ξαναπάρει στα χέρια της η κοινωνία την οικονομία αλλά και να τη συρρικνώσει σε διαστάσεις που θα ανταποκρίνονται σε ανθρώπινα μέτρα, κοινωνικούς στόχους και περιβαλλοντικές δεσμεύσεις. Και παράλληλα να επανατοποθετήσει τον άνθρωπο, το κοινωνικό άτομο με όλες τις πολύμορφες δυνατότητές του, ως μέτρο κάθε αξίας και κάθε πλούτου.

Σε μια τέτοια βάση, όλοι οι πόροι της κοινής μας ζωής και τα μέσα ικανοποίησης των κοινών αναγκών μας δε μπορεί παρά να είναι κοινά, έξω από κάθε ιδιοκτησία και ατομική εκμετάλλευση, στα χέρια της ίδιας της κοινωνίας που αδιαμεσολάβητα αποφασίζει για την ισότιμη για όλους, και με σεβασμό στο περιβάλλον, διάθεσή τους. Χωρίς την κοινωνική «ιδιοκτησία» και αυτοδιαχείριση αυτών των πόρων και μέσων δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά πολιτική κοινότητα ίσων και ελεύθερων.

Αυτή η κοινωνικοποίηση, όμως, δε σημαίνει ότι παίρνουμε απλώς στα χέρια μας την παραγωγή όπως είναι σήμερα. Σημαίνει ότι, επιτέλους, μπορούμε να την αλλάξουμε! Είναι φανερό ότι η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών σε συνθήκες Άμεσης Δημοκρατίας απαιτεί έναν τριπλό επαναπροσδιορισμό:
 
– Επαναπροσδιορισμό της παραγωγής και των μέσων και τεχνολογιών της παραγωγής με βάση τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους που θέτει η κοινότητα της Άμεσης Δημοκρατίας. Δεν μπορεί να παραμείνει ως πυρήνας της παραγωγής η εταιρική μορφή, το κέρδος και η παραγωγή εμπορευμάτων για την αγορά. Αντίθετα, πυρήνας της παραγωγής γίνεται τώρα η κάλυψη των αναγκών της κοινότητας και των υποδομών της «κοινότητας των κοινοτήτων». Στη θέση της παραγωγής για την παραγωγή και της κατανάλωσης για την κατανάλωση τίθενται άλλες αξίες-κριτήρια όπως η εγγύτητα των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο έδαφος της κοινότητας, η εξοικονόμηση πόρων και ενέργειας, η άμεση ανταλλαγή των προϊόντων έξω από την αγορά, το μοίρασμα του όποιου πλεονάσματος στην κοινότητα.
 
– Επαναπροσδιορισμό της θέσης του ανθρώπου μέσα στην παραγωγή. Η αυτοδιεύθυνση και η συνεργασία παίρνουν τη θέση των διάφορων ιεραρχιών και διευθυντικών εξουσιών. Η ισότητα, η εναλλαγή καθηκόντων, η εξασφάλιση για όλους διευρυνόμενου ελεύθερου χρόνου, η ανταπόκριση στις ανάγκες της κοινότητας, διαμορφώνουν νέες σχέσεις έξω από το πλαίσιο του ανταγωνισμού, του συντεχνιασμού και των συμφερόντων. Μοναδικό σχεδιαστικό και αποφασιστικό όργανο γίνεται η συνέλευση των εργαζομένων. Η όλη δραστηριότητα εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση καθενός στο κοινωνικό προϊόν.
 
– Επαναπροσδιορισμό της θέσης της παραγωγής μέσα στη συνολική ζωή της κοινότητας. Η παραγωγή αποτελεί ένα μέρος της συνολικής ζωής της κοινότητας και όχι αυτό που επισκιάζει όλα τα άλλα. Στόχος είναι να περιορίζεται όλο και περισσότερο η αναγκαία παραγωγή και να απελευθερώνεται χρόνος για την ενασχόληση με τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες της κοινότητας, αλλά και για την αυτοανάπτυξη και έκφραση του κοινωνικού ατόμου. Η εξασφάλιση της εναλλαγής διάφορων κοινωνικών, πολιτικών, ατομικών δραστηριοτήτων με τις παραγωγικές δραστηριότητες, για όλους, διαμορφώνει έναν πλούτο κοινωνικής και ατομικής ζωής που απελευθερώνει από τις κατηγοριοποιήσεις και τις «ταυτότητες» της καπιταλιστικής κοινωνίας (παραγωγός-καταναλωτής, διανοητική-χειρωνακτική εργασία, εργασία-ελεύθερος χρόνος, κ.ά.) και ταυτόχρονα αλλάζει και το ίδιο το νόημα του πλούτου από κατοχή και κατανάλωση εμπορευμάτων σε ελεύθερη ατομική δημιουργία και κοινωνική συμμετοχή.
 
Κώστας Χαριτάκης